-
1 στάσις
στᾰσις (-ις, -ιν; -ίων.)1 civil strifeεἰ μὴ στάσις ἀντιάνειρα Κνωσίας σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος (sc. Ἄδραστος) N. 9.13 “οὐ πενθέων δ' ἔλαχον λτ;οὐγτ; στασίων” (supp. e Plutarcho et Σ papyri Blass) Πα... στάσιν οὐλομέναν (sc. φέρεις;) Πα.. 1. λτ;οὔτ' ἐχθρὰ στάσις> (dubitanter supp. Snell e Σ pap.) Πα. 1. 3. ]ιτο μὲν στάσις Δ. 3. 3. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών, πενίας δότειραν, ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 3. [ ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες ἢ στάσιν ἄλγος ἐμφανές ( ἱστᾶσιν v. l.) fr. 210.]
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский